στραβοκατουρώ

στραβοκατουρώ
Ν
1. ουρώ στραβά, κατευθύνω τα ούρα προς τα πλάγια
2. φρ. «μέ προσέχει μήπως στραβοκατουρήσω» — παρατηρεί και θέλει να ελέγχει ακόμη και την πιο ασήμαντη ενέργειά μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”